- ημίτονο
- τοδιανυσματικό μέγεθος στην τριγωνομετρία: Το ημίτονο γωνίας 90° είναι ίσο με τη μονάδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ημίτονο — Μέγεθος της τριγωνομετρικής συνάρτησης, σύμφωνα με το οποίο θεωρούμε στο επίπεδο ένα ορθοκανονικό σύστημα συντεταγμένων xOy και την περιφέρεια αυτού του επιπέδου με κέντρο το Ο και ακτίνα l. Έστω τώρα x ένας πραγματικός αριθμός· o x μπορεί… … Dictionary of Greek
αποπλάνηση — Εκτροπή από την ευθεία οδό, παραπλάνηση, εξαπάτηση, ξεμυάλισμα, διαφθορά. (Αστρον.) α. του φωτός. Είναι ένα φαινόμενο που γίνεται εύκολα νοητό, αν σκεφτούμε τι συμβαίνει όταν βρέχει και βρισκόμαστε σε μεταφορικό μέσο που κινείται με μεγάλη… … Dictionary of Greek
συνημίτονο — το, Ν μαθημ. το ημίτονο τού συμπληρώματος μιας γωνίας, που συμβολίζεται με συν ή cos. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ημίτονο. Η λ., στον λόγιο τ. συνημίτονον, μαρτυρείται από το 1766 στον Νικηφ. Θεοτόκη] … Dictionary of Greek
ηλεκτροδυναμόμετρο — Όργανο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί –ανάλογα με τον τρόπο που θα το συνδέσουμε στο κύκλωμα– για τη μέτρηση εντάσεων, τάσεων ή ισχύων, τόσο των συνεχών όσο και των εναλλασσομένων ρευμάτων. Το η. αποτελείται από δύο πηνία, από τα οποία το ένα… … Dictionary of Greek
ημίτονος — η, ο (Μ ἡμίτονος, ον) 1. (για συλλαβές) 1. αυτή που έχει μισό τόνο, που τονίζεται ελαφρά, δηλαδή δεν έχει τον κύριο τόνο τής λέξης, αλλά δεν είναι και εντελώς άτονη 2. μουσ. αυτός που αποτελείται από ημιτόνια 3. το ουδ. ως ουσ. το ημίτονο μαθ. η… … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημιτονοειδής — ές φρ. «ημιτονοειδής καμπύλη» επίπεδη καμπύλη, που η τεταγμένη της είναι το ημίτονο τού τόξου που λαμβάνεται επάνω σε κύκλο με ακτίνα ίση με την τετμημένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημί τονο + ειδής (< είδος), πρβλ. ανθρωπο ειδής, σταυρο ειδής] … Dictionary of Greek
τριγωνομετρία — Κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με το θεμελιώδες πρόβλημα του υπολογισμού όλων των στοιχείων ενός τριγώνου, όταν μας είναι γνωστά μερικά από αυτά, αλλά ικανά να το προσδιορίσουν. Επειδή τα τρίγωνα διακρίνονται σε επίπεδα και σφαιρικά, γι’… … Dictionary of Greek
τριγωνομετρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει σχέση με την τριγωνομετρία («τριγωνομετρικός τύπος») 2. φρ. α) «τριγωνομετρικές συναρτήσεις» μαθ. οι έξι βασικές συναρτήσεις μιας γωνίας, που είναι το ημίτονο, το συνημίτονο, η εφαπτομένη, η συνεφαπτομένη, η τέμνουσα και … Dictionary of Greek
μήκος κύματος — Η ελάχιστη απόσταση ανάμεσα σε δύο οποιαδήποτε σημεία ενός κύματος, τα οποία διαταράσσονται με παρόμοιο τρόπο. Αν θεωρήσουμε μια χορδή επί της οποίας διαδίδεται ένα εγκάρσιο –ημιτονοειδές κύμα– (όπως όταν κουνάμε πάνω κάτω την ελεύθερη άκρη ενός… … Dictionary of Greek